- ὑπερ-αφρίζω
ὑπερ-αφρίζω, überschäumen, Eubul. bei Ath. XI, 471 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-αφρίζω, überschäumen, Eubul. bei Ath. XI, 471 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερθύω — και ὑπερθυίω Α (για κρασί) αφρίζω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θύω (ΙΙ) «τρέχω ορμητικά, μαίνομαι, βράζω, επιθυμώ»] … Dictionary of Greek