πεκτέω

πεκτέω

πεκτέω, = πέκω, kämmen, scheeren, πεκτεῖν πόκον προβάτων, Ar. Av. 714, u. pass., Lys. 685.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεκτεῖ — πεκτέω shear pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) πεκτέω shear pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεκτούμενον — πεκτέω shear pres part mp masc acc sg (attic epic doric) πεκτέω shear pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεκτεῖν — πεκτέω shear pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεκτοῦμαι — πεκτέω shear pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεκτούμενος — πεκτέω shear pres part mp masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπεκτος — ἄπεκτος κ. ἀπέκτητος, ον (AM) [πεκτέω] 1. ο αχτένιστος 2. (για πρόβατα) ο ακούρευτος, ο πολύ μικρός, αυτός που δεν έχει κλείσει χρόνο (ώστε να τον κουρέψουν) …   Dictionary of Greek

  • επτάπεκτος — ἑπτάπεκτος, ον (Α) (για πρόβατο) αυτό που μπορεί να κουρευτεί επτά φορές, το εξαιρετικά δασύμαλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά* + πεκτος (< πεκτέω «κουρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • κτηδόνα — η (Α κτηδών, όνος) 1. καθεμιά από τις ίνες τού ξύλου 2. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους τής τομής κορμού δένδρου νεοελλ. μεταλλικός οδοντωτός δίσκος που στρέφεται γύρω από άξονα, καθώς και το σύνολο τών οδοντωτών προεξοχών τής περιφέρειάς… …   Dictionary of Greek

  • νήπεκτος — νήπεκτος, ον (Α) νηπεκτής*. αχτένιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη* + πεκτος (< πεκτέω «κουρεύω»), πρβλ. ά πεκτος, εύ πεκτος] …   Dictionary of Greek

  • ἐκπεκτουμένη — ἐκ πεκτέω shear pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκτησάμεθα — ἐπικτάομαι gain aor ind mid 1st pl πεκτέω shear aor ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”