- πεκτός
πεκτός, gekämmt, geschoren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεκτός, gekämmt, geschoren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νήπεκτος — νήπεκτος, ον (Α) νηπεκτής*. αχτένιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη* + πεκτος (< πεκτέω «κουρεύω»), πρβλ. ά πεκτος, εύ πεκτος] … Dictionary of Greek
επτάπεκτος — ἑπτάπεκτος, ον (Α) (για πρόβατο) αυτό που μπορεί να κουρευτεί επτά φορές, το εξαιρετικά δασύμαλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά* + πεκτος (< πεκτέω «κουρεύω»] … Dictionary of Greek