- ὑπερ-αττικός
ὑπερ-αττικός, ή, όν, übermäßig Attisch, die Nachahmung der attischen Mundart im Sprechen u. Schreiben übertreibend; Luc. Lexiph. 25; ὑπεραττικῶς ἀποκριϑείς, Demon. 26; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-αττικός, ή, όν, übermäßig Attisch, die Nachahmung der attischen Mundart im Sprechen u. Schreiben übertreibend; Luc. Lexiph. 25; ὑπεραττικῶς ἀποκριϑείς, Demon. 26; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
πλατωνισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια πνευματική κατεύθυνση που προχωρεί πολύ πέρα από τα όρια μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής σχολής (αυτής που ίδρυσε ο Πλάτων) για να γίνει μια γενική τάση της σκέψης που, με διάφορες μορφές και τρόπους, ξαναγυρίζει … Dictionary of Greek