- ὑπερ-ασθμαίνω
ὑπερ-ασθμαίνω, übermäßig keichen, Arr. Cyn. 14, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-ασθμαίνω, übermäßig keichen, Arr. Cyn. 14, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερασθμαίνουσα — ὑπέρ ἀσθμαίνω breathe hard pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασθμαίνοι — ὑπερασθμαίνοῑ , ὑπέρ ἀσθμαίνω breathe hard pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek