- ὑπερ-απο-θνήσκω
ὑπερ-απο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), für Jem. sterben, τινός, Plat. Conv. 179 b 208 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-απο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), für Jem. sterben, τινός, Plat. Conv. 179 b 208 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek