- ὑπερ-απο-δίδωμι
ὑπερ-απο-δίδωμι (s. δίδωμι), für etwas Anderes hingeben, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-απο-δίδωμι (s. δίδωμι), für etwas Anderes hingeben, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek