- πεισμάτιος
πεισμάτιος, zu den Schiffstauen gehörig, sie anknüpfend od. lösend, Sp. S. πεισματίας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεισμάτιος, zu den Schiffstauen gehörig, sie anknüpfend od. lösend, Sp. S. πεισματίας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεισμάτιος — ίη, ον, [πείσμα, ατος (II)] (ποιητ. τ.) (ως επίθ. τής Ρέας) αυτή που ασχολείται με τα καραβόσχοινα, αυτή που λύνει ή δένει τα καραβόσχοινα … Dictionary of Greek
πεισματίην — πεισμάτιος busied with cables fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)