- πεισμονή
πεισμονή, ἡ, = πεῖσμα 3, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεισμονή, ἡ, = πεῖσμα 3, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεισμονῇ — πεισμονή persuasion fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεισμονή — persuasion fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεισμονή — η, ΝΜΑ νεοελλ. πείσμα, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη μσν. πιθανότητα («Ζηνόδοτος πειρᾱται μεταγράφειν τὸν στίχον ἵνα φυλάξῃ τὴν οἰκείαν πεισμονήν», Ευστ.) αρχ. 1. η ικανότητα να πείθει κανείς, η πειστικότητα («ἡ πεισμονή οὐκ ἐκ τοῡ καλοῡύντος ὑμᾱς»,… … Dictionary of Greek
πεισμονῆς — πεισμονή persuasion fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεισμονήν — πεισμονή persuasion fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειθή — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πεισμονή, πίστις» … Dictionary of Greek
πεισμονικός — ή, όν, Μ [πεισμονή] πεισματικός … Dictionary of Greek
ՀՐԱՊՈՅՐՔ — ( ) NBH 2 0138 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 12c գ. πεισμονή persuasio ἁνατροπή eversio. որ եւ ՀՐԱՊՈՒՐԱՆՔ, նաց, նօք. Պատիր հրաւէր կամ հրաւիրումն. չար խրատ. յորդոր. համոզակերութիւն. թելադրութիւն, շողոքորթութիւն. եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)