- ὑπερ-φέγγεια
ὑπερ-φέγγεια, ἡ, übermäßiges Leuchten, Iambl. v. Pyth. 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-φέγγεια, ἡ, übermäßiges Leuchten, Iambl. v. Pyth. 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερφέγγεια — ἡ, Α άπλετο φως, δυνατή λάμψη («τὴν διὰ τὴν τῶν ἀκτίνων ὑπερφέγγειαν», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φέγγεια (< φεγγής < φέγγος), πρβλ. περι φέγγεια] … Dictionary of Greek