- ὑπερ-πνιγής
ὑπερ-πνιγής, ές, = ὑπέρασϑμος, Suid. ἵππος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-πνιγής, ές, = ὑπέρασϑμος, Suid. ἵππος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερπνιγής — ές, Α πολύ λαχανιασμένος, ὑπέρασθμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πνιγής (< πνίγω), πρβλ. περι πνιγής] … Dictionary of Greek