- ὑπερ-πείθω
ὑπερ-πείθω, überflüssig, nur zu sehr überzeugen, Poll. 5, 152.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-πείθω, überflüssig, nur zu sehr überzeugen, Poll. 5, 152.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερπέπεισαι — ὑπέρ πείθω persuade perf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπέπεισμαι — ὑπέρ πείθω persuade perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανός — ή, ό / πιθανός, ή, όν, ΝΑ 1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.) 2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής,… … Dictionary of Greek
Καταρτζής, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1730; – Βουκουρέστι 1807). Λόγιος και παιδαγωγός. Ήταν γνωστός και ως Φωτιάδης. Καταγόταν από εύπορη φαναριώτικη οικογένεια. Υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους του ελληνικού Διαφωτισμού και ο πιο πρώιμος θεωρητικός του… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Omega — Omega Inhaltsverzeichnis 1 Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι … Deutsch Wikipedia
προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ … Dictionary of Greek
φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… … Dictionary of Greek
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek