- ὑπατήϊος
ὑπατήϊος, consularisch, Nonn. D. 41, 366.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπατήϊος, consularisch, Nonn. D. 41, 366.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπατήϊος — ον, θηλ. και ὑπατηΐς, ΐδος, ΜΑ υπατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπατος (Ι) + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος) για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
ὑπατήια — ὑπατήιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπατηΐς — ΐδος, ἡ, ΜΑ βλ. ὑπατήϊος … Dictionary of Greek