ὑπατηΐς, ίδος, fem. zum Vorigen, ῥάβδος, Anth. 1, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπατηΐς — ΐδος, ἡ, ΜΑ βλ. ὑπατήϊος … Dictionary of Greek
υπατήϊος — ον, θηλ. και ὑπατηΐς, ΐδος, ΜΑ υπατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπατος (Ι) + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος) για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek