ὑπατεία

ὑπατεία

ὑπατεία, , Amt od. Würde des ὕπατος, Consulat, Pol. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑπατεία — ὑπατείᾱ , ὑπατεία the office fem nom/voc/acc dual ὑπατείᾱ , ὑπατεία the office fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπατείᾳ — ὑπατείᾱͅ , ὑπατεία the office fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπατεία — Το αξίωμα των υπάτων στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός της υ. ξεκίνησε το 509 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι αντικατάστησαν το βασιλιά με δυο αιρετούς άρχοντες των οποίων η εξουσία ήταν ετήσια και συλλογική. Οι άρχοντες αυτοί λέγονταν πραίτορες και εκλέγονταν… …   Dictionary of Greek

  • υπατεία — η 1. το να είναι κανείς ύπατος, η εξουσία και το αξίωμα του υπάτου. 2. η θητεία του υπάτου: Η υπατεία του κράτησε λίγο. 3. ανώτατη εξουσία στη Γαλλία την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπατείας — ὑπατείᾱς , ὑπατεία the office fem acc pl ὑπατείᾱς , ὑπατεία the office fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπατείαι — ὑπατείᾱͅ , ὑπατεία the office fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπατείαν — ὑπατείᾱν , ὑπατεία the office fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπατειῶν — ὑπατεία the office fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπατείαις — ὑπατεία the office fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράσσος — (Crassus). Επώνυμο οικογένειας πληβείων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Λούκιος Λικίνιος (Lucius Licinius, 140 – 91 π.Χ.). Νομομαθής πολιτικός. Διετέλεσε διαδοχικά τριττύαρχος (107 π.Χ.), ύπατος (95 π.Χ.) και τιμητής (92 π.Χ.). Λόγω της ευγλωττίας του… …   Dictionary of Greek

  • Гипатия — (Ипатия) Александрийская Ὑπᾰτία ἡ Ἀλεξάνδρεῖα …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”