ὑπατικός

ὑπατικός

ὑπατικός, 1) vom Consul, zum Consul gehörig; Plut. Cam. 1; Luc. u. A. – 2) der Consul gewesen ist, consularis, Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑπατικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπατικός — ή, ό / ὑπατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕπατος (II)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύπατο («ὑπατικὰς ἀρχαιρεσίας», Πλούτ.) αρχ. (για πρόσ.) αυτός που είχε διατελέσει ύπατος («τῶν ὑπατικῶν εἷς», Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • υπατικός — ή, ό που έχει σχέση με τον ύπατο, που είναι του υπάτου: Υπατικό αξίωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπατικῶν — ὑπατικός of fem gen pl ὑπατικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπατικόν — ὑπατικός of masc acc sg ὑπατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπατικαῖς — ὑπατικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπατικαί — ὑπατικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπατικοῖς — ὑπατικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπατικοί — ὑπατικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπατικοῦ — ὑπατικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπατικούς — ὑπατικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”