- ὑπ-ωμοσία
ὑπ-ωμοσία, ἡ, = ὑπομοσία, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-ωμοσία, ἡ, = ὑπομοσία, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπωμοσία — η / ὑπωμοσία, ΝΜΑ (στην αρχ. Αθήνα) 1. όρκος, τον οποίο έπαιρναν στο δικαστήριο όσοι ήθελαν την αναβολή τής εκδίκασης μιας υπόθεσης 2. (κατ επέκτ.) αίτηση αναβολής ή διακοπής τής δίκης, που γινόταν με ένορκη βεβαίωση ότι συνέτρεχε σοβαρός λόγος 3 … Dictionary of Greek
εξωμοσία — Πανηγυρική πράξη κατά την οποία αποκηρύσσει κανείς με όρκο την προηγούμενη θρησκευτική πίστη του ή τη δογματική του θέση. Η ε. ως θρησκευτική πράξη του χριστιανισμού είναι γνωστή από τον 5o αι. Τότε, η Εκκλησία έκρινε σκόπιμο ότι για να δεχτεί… … Dictionary of Greek