ὑπ-ωρόφιος

ὑπ-ωρόφιος

ὑπ-ωρόφιος, bei Pind. auch 3 Endgn, unter dem Dache befindlich, im Hause, Il. 9, 640; φόρμιγγες Pind. P. 1, 97; auch im obersten Stocke, unter dem Dache, φάλαγγες Ar. Ran. 1309; γυναῖκες Antp. Sid. 87 (VII, 424), wie παρϑένος Ap. Rh. 4, 168; – ἡ ὑπωροφία, sc. χώρα, der Rauchfang, D. Sic. 18, 26; vgl. App. B. C. 4, 13; – auch wie ὑπερῷον, die Wohnung im obern Stockwerke.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομωρόφιος — ὁμωρόφιος, ον (Α) συγκάτοικος, σύνοικος, αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ωρόφιος (< ὄροφος), πρβλ. υπ ωρόφιος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • υπωρόφιος — α, ο / ὑπωρόφιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ύπωροφία και ύπωρυφία Α αυτός που βρίσκεται κάτω από την οροφή, κάτω από την στέγη νεοελλ. φρ. «υπωρόφιο δωμάτιο» σοφίτα αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο σπίτι 2. αυτός που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • υπερωρόφιος — και δ. γρφ. ὑπερορόφιος, ον, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από την οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ωρόφιος (< ὄροφος), πρβλ. ὑπ ωρόφ ιος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”