- ἑπτά-λογχος
ἑπτά-λογχος, στόλος, aus sieben Lanzen od. Heerschaaren bestehend, Soph. O. C. 1307.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑπτά-λογχος, στόλος, aus sieben Lanzen od. Heerschaaren bestehend, Soph. O. C. 1307.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρσόλογχος — θυρσόλογχος, ον (Α) 1. όμοιος με θύρσο («θυρσόλογχα ὅπλα» όπλα όμοια με θύρσο, Στράβ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυρσόλογχος λόγχη δεμένη σε θύρσο ή λόγχη από θύρσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + λογχος (< λόγχη) πρβλ. επτά λογχος, χρυσό λογχος] … Dictionary of Greek