- ἑπτά-λοφος
ἑπτά-λοφος, siebenhügelig, ἄστυ, Cic. Att. 3, 5; Plut. qu. Rom. 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑπτά-λοφος, siebenhügelig, ἄστυ, Cic. Att. 3, 5; Plut. qu. Rom. 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Αβεντίνος λόφος — Ένας από τους επτά λόφους, ο νοτιότερος, πάνω στους οποίους είχε χτιστεί η Ρώμη. Κατοικήθηκε για πρώτη φορά την εποχή του βασιλιά Άγκου Μάρτιου και, παρότι βρισκόταν μέσα στο τείχος του Σέρβιου Τούλιου, έμεινε έξω από τα όρια της πόλης για… … Dictionary of Greek
Κυρινάλιος λόφος — (Mons Quirinalis). Ένας από τους επτά λόφους της Ρώμης, στην αριστερή όχθη του Τίβερη. Έλαβε την ονομασία του από τον ομώνυμο ναό που φιλοξενούσε στην κορυφή του. Προτού ο Σέρβιος διαιρέσει την περιοχή σε συνοικίες, ονομαζόταν λόφος (collis), ενώ … Dictionary of Greek
πολύλοφος — Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Μεσσήνης, του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται BΔ της Μεσσήνης. * * * η, ο, Ν (για τόπο) αυτός που έχει πολλούς λόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λόφος (πρβλ. επτά λοφος). Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
τρίλοφος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.) του νομού Πιερίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (27 τ. χλμ.). * * * ον, Α 1. (για περικεφαλαία) αυτός που έχει τρία λοφία 2. αυτός που έχει τρεις κορυφές ή άκρες («Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην»,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
μεσόλοφον — μεσόλοφον, τὸ (Μ) 1. το όρος ή ο λόφος που βρίσκεται στο μέσο 2. ως κύριο όν. τὸ Μεσόλοφον ένας από τους επτά λόφους τής Κωνσταντινούπολης, αλλ. μεσόμφαλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + λόφος] … Dictionary of Greek
παλατίνος — I Ένας από τους 7 λόφους της αρχαίας Ρώμης, όπου βρίσκεται και το αρχαιότερο τμήμα της πόλης (Roma quadrata), τα όρια της οποίας χάραξε ο Ρωμύλος. Mέχρι την εποχή της Δημοκρατίας ο λόφος περιελάμβανε ιδιωτικές οικίες (Κικέρων, Κατιλίνας),… … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek