- ἑπτά-βοιος
ἑπτά-βοιος, dasselbe, Soph. Ai. 573.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑπτά-βοιος, dasselbe, Soph. Ai. 573.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επτάβοιος — ἑπτάβοιος, ον (Α) επταβόειος* («ἑπτάβοιον ἄρρηκτον σάκος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + * βο(F)ιος (πρβλ. σανσκρ. gavya «βούτυρο». Παλαιότερος τ. τού επιθέτου βόειος (< βους). Απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εννεά βοιος, εκατόμ βοιος)] … Dictionary of Greek