- ἑπτά-δουλος
ἑπτά-δουλος, ὁ, siebenfacher Sklav, Hippon. bei Eust. Il. 725, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑπτά-δουλος, ὁ, siebenfacher Sklav, Hippon. bei Eust. Il. 725, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επτάδουλος — ἑπτάδουλος, ον (Α) επτά φορές δούλος, δούλος από έβδομη γενιά … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
Έρμιππος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ποιητής της αρχαίας αττικής κωμωδίας (5ος αι. π.Χ). Ήταν σύγχρονος του Κρατίνου και του Ευπόλιδα. Από τα σαράντα έργα του, μόνο δέκα τίτλοι είναι γνωστοί (Αγαμέμνων, Αθηνάς γοναί, Αρτοπώλιδες,… … Dictionary of Greek