- ἑπτά-ωρος
ἑπτά-ωρος, von sieben Stunden, Theolog. ar. p. 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑπτά-ωρος, von sieben Stunden, Theolog. ar. p. 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίωρος — η, ο / τρίωρος, ον, ΝΜ αυτός που διαρκεί τρεις ώρες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίωρο χρονικό διάστημα τριών ωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ωρος (< ὥρα), πρβλ. ἑπτά ωρος] … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek