- ἑπτά-χορδος
ἑπτά-χορδος, siebensaitig, Nicom. ar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑπτά-χορδος, siebensaitig, Nicom. ar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρεισκαιδεκάχορδος — και τρισκαιδεκάχορδος, ον, Α (για μουσ. όργανο) αυτός που έχει δεκατρείς χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + χορδος (< χορδή), πρβλ. επτά χορδος] … Dictionary of Greek
εφτάχορδος — η, ο επτάχορδος, με επτά χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + χορδος (< χορ δή), πρβλ. έγ χορδος, μονό χορδος] … Dictionary of Greek