- ἑπτ-άστερος
ἑπτ-άστερος, von sieben Sternen, ἄρκτοι, Clem. Al., das Siebengestirn, Eratosth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑπτ-άστερος, von sieben Sternen, ἄρκτοι, Clem. Al., das Siebengestirn, Eratosth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισάστερος — ἰσάστερος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με αστέρι, λαμπρός σαν αστέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άστερος (< ἀστήρ), πρβλ. ελικ άστερος, επτ άστερος] … Dictionary of Greek