πεμφρηδών

πεμφρηδών

πεμφρηδών, όνος, ἡ, wie τενϑρηδών, eine Wespenart, die in hohlen Eichen wohnt und Wachszellen mit Honig bau't, nach Andern bau'te sie unter der Erde, Nic. Al. 183 Th. 812, wo die Scholl. zu vgl., u. Arist. H. A. 9, 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεμφρηδών — όνος, ἡ, Α είδος σφήγκας η οποία κατασκευάζει τις κυψέλες της μέσα σε κοίλες δρυς ή κάτω από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεμ φρ ηδών (< *περ φρ ηδών, πρβλ. τενθρ ηδών, ανθρ ηδών) με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου ρ σε μ , συνδέεται με διάφορους τύπους… …   Dictionary of Greek

  • τενθρηδών — η, ΝΜΑ ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, τυπικό τής οικογένειας τενθρηδονίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. τενθρηδών σχηματισμένη πιθ. με αναδιπλασιασμό (< *τερ θρη δών, με ανομοίωση τού πρώτου ρ σε ν ) και …   Dictionary of Greek

  • τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… …   Dictionary of Greek

  • bher-4 —     bher 4     English meaning: to roar, buzz, onomatopoeic words     Deutsche Übersetzung: in Schallworten “brummen, summen” under likewise     Note: An extension at most in *bherem “drone, grumble” and treated onomatopoeic words under bherg… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”