- πινυτής
πινυτής, ῆτος, ἡ, = πινυτή, Anyte 22 (VII, 490).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πινυτής, ῆτος, ἡ, = πινυτή, Anyte 22 (VII, 490).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πινυτής — ῆτος και δωρ. τ. πινυτάς, ᾱτος, ἡ, Α βλ. πινυτή … Dictionary of Greek
πινυτῆς — πινυτή understanding fem gen sg (attic epic ionic) πινυτός prudent fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινυτή — και πινυτής, ῆτος και δωρ. τ. πινυτάς, ᾱτος, ἡ, Α σύνεση, φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέπνυμαι] … Dictionary of Greek