ἐνήνοχα

ἐνήνοχα

ἐνήνοχα, ἐνήνεγμαι, perf. zu φέρω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐνήνοχα — φέρω fero perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηνόχασιν — ἐνηνόχᾱσιν , φέρω fero perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • несу — нести, укр. нести, др. русск., ст. слав. нести, несѫ φέρειν, ἐκκομίζειν, болг. неса, сербохорв. нѐсе̑м, нѐсти, словен. nesti, nesem, чеш. nesti, nesu, слвц. niеst᾽, nesiem, польск. niesc, niosę, в. луж. nesc, н. луж. nasc. Родственно лит.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”