- ἐν-ήδονος
ἐν-ήδονος, in Vergnügen, freudevoll, Schol. Eur. Hec. 811 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ήδονος, in Vergnügen, freudevoll, Schol. Eur. Hec. 811 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλήδονος — η, ο / φιλήδονος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές, έκδοτος στις ηδονές, ηδυπαθής («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», Πλούτ.) αρχ. 1. αυτός που προκαλεί ηδονή, ευφραντικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
опалѧтисѧ — ОПАЛѦ|ТИСѦ (4*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Страд. к опалѧти: тонкии облакъ ѿ оно˫а звѣзды исушаѥмъ а ѿ другаго попалѧѥмъ. аще ли ре(ч)ши по что та свѣтилника [солнце и луна] не опалѧѥта обла(к) но ѿ звѣздъ опалѧѥть(с)… || …тонкыи облакъ не имать взити к… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευήδονος — εὐήδονος, ον (ΑΜ) αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαριτωμένος («κήπους ὡραίους καὶ εὐηδόνους κεκτήμενος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήδονος < ηδονή] … Dictionary of Greek
μισηδονία — και δωρ. τ. μισαδονία, ἡ (Α) το μίσος, η απέχθεια για τις ηδονές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ηδονία μέσω ενός αμάρτυρου *μισήδονος (< μισῶ + ήδονος < ἡδονή), πρβλ. φιλ ηδονία] … Dictionary of Greek