- πεντέ-γραμμος
πεντέ-γραμμος, = πεντάγραμμος, Soph. frg. 381, πεσσά, vgl. Lob. Phryn. 413.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντέ-γραμμος, = πεντάγραμμος, Soph. frg. 381, πεσσά, vgl. Lob. Phryn. 413.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάγραμμος — η, ο / πεντάγραμμος και πεντέγραμμος, ον, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πέντε γραμμές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάγραμμο μαθημ. επίπεδο αστεροειδές σχήμα που διαμορφώθηκε για πρώτη φορά από τους Πυθαγορείους και ορίζεται από πέντε ευθύγραμμα… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek