- πεντέ-πους
πεντέ-πους, ὁ, ἡ, = πεντάπους, Plat. Theaet. 147 d u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντέ-πους, ὁ, ἡ, = πεντάπους, Plat. Theaet. 147 d u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάπους — ουν / πεντάπους και πεντέπους, ουν, ΝΑ αυτός που έχει πέντε πόδια («πεντάπουν Ἑρμοῡ ἄγαλμα», Αρρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πέντε + πους (< ποῦς, ποδός), πρβλ. δί πους] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
δεκάποδος — η, ο (Α δεκάπους, ουν) αυτός που έχει μήκος δέκα ποδών νεοελλ. 1. (για ζώα) αυτός που έχει δέκα πόδια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεκάποδα α) καρκινοειδή μαλακόστρακα με πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών (γαρίδες, καβούρια κ.λπ.) β) μαλάκια… … Dictionary of Greek
επιβατός — ἐπιβατός, ή, όν και ός, όν (Α) [επιβαίνω] 1. προσιτός («ἐπιβατὴν τὴν Κελτικὴν ποιῆσαι») 2. λείος, ομαλός 3. αυτός που πείθεται με δώρα 4. φρ. «παίων ἐπιβατός» μετρικός πους που αποτελούνταν από πέντε μακρόχρονες συλλαβές … Dictionary of Greek
κωπήποδα — (copepoda). Ομοταξία του φύλου των καρκινοειδών, η οποία υποδιαιρείται σε 9 τάξεις, 24 οικογένειες και περισσότερα από 8.000 είδη. Τα κ. έχουν επίμηκες σώμα, το οποίο χωρίζεται σε μεταμερή και αποτελείται από το κεφάλι που φέρει τα στοματικά… … Dictionary of Greek
πεντάπεδος — ον, Α αυτός που έχει μήκος πέντε ποδών, ο πεντάπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πεδος (< πέζα* < *πεδjα, δωρ. τ. τής λ. πούς), πρβλ. οκτά πεδος] … Dictionary of Greek
πενταποδία — η, ΝΑ κώλο το οποίο αποτελείται από πέντε πόδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ποδία (< πούς, ποδός)] … Dictionary of Greek
ποδοκάκκη — και εσφ. γρφ ποδοκάκη, η, ΜΑ ξύλινο όργανο βασανισμού, με το οποίο δένονταν τα πόδια τών καταδίκων για τιμωρία ή τών δούλων για να μην αποδράσουν («δεδέσθαι δ ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἡμέρας πέντε τὸν πόδα, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία», Νομ., Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πρόβραχυς — ο, ΝΑ (ενν. πους) είδος μετρικού πόδα ο οποίος αποτελείται από πέντε συλλαβές, από τις οποίες η πρώτη είναι βραχεία και οι υπόλοιπες τέσσερεις μακρές, δηλ. U [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βραχύς] … Dictionary of Greek
σκαφόποδα — Ομοταξία θαλάσσιων μαλάκιων, που περιλαμβάνει σήμερα 150 περίπου είδη συγκεντρωμένα σε δύο οικογένειας. Τα σ. ζουν μέσα σ’ ένα λείο όστρακο, που μοιάζει με μικρό χαυλιόδοντα, το ευρύτερο τμήμα του οποίου είναι στερεωμένο στο βυθό· από το λεπτό… … Dictionary of Greek
στοματόποδα — (stomatopoda). Μαλακόστρακα του αθροίσματος των ποδοφθάλμων. Με το όνομα σ. χαρακτηρίζονται αρκετά, μεγάλου μεγέθους μαλακόστρακα τα οποία έχουν πλατύ όστρακο, που αφήνει ακάλυπτες τις τρεις θωρακικές αρθρώσεις. Τα σ. έχουν πέντε ζευγάρια… … Dictionary of Greek