ἐλαιήεις

ἐλαιήεις

ἐλαιήεις, εσσα, εν, mit Oelbäumen bepflanzt; ἄρουραι Marcell, ep, (App. 51); vom Oelbaume, ϑάλλος, φλοιός, Nonn. D. 11, 510 Nic. Th. 676; voll Oel, ἀμφιφορεύς Nonn. 5, 226; ölig, fett, ἐλαιάεσσα νηδύς Soph. frg. 405, zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ελαιήεις — ἐλαιήεις, εσσα, εν, αττ. τ. ἐλαιάεις (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο ελιά 2. (για τόπο) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο 3. ελαιώδης, λαδερός, λιπαρός 4. ο γεμάτος λάδι …   Dictionary of Greek

  • ἐλαιήεντα — ἐλαιήεις of the olive tree neut nom/voc/acc pl ἐλαιήεις of the olive tree masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιήεντες — ἐλαιήεις of the olive tree masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιήεντος — ἐλαιήεις of the olive tree masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”