- ἐλαιάεις
ἐλαιάεις, εσσα, εν, s. ἐλαιήεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαιάεις, εσσα, εν, s. ἐλαιήεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελαιήεις — ἐλαιήεις, εσσα, εν, αττ. τ. ἐλαιάεις (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο ελιά 2. (για τόπο) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο 3. ελαιώδης, λαδερός, λιπαρός 4. ο γεμάτος λάδι … Dictionary of Greek