- ἐλαιο-βαφής
ἐλαιο-βαφής, ές, in Oel getaucht, Psell.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαιο-βαφής, ές, in Oel getaucht, Psell.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυροβαφής — μυροβαφής, ές (Α) αυτός που έχει εμβαπτισθεί σε αρωματώδες έλαιο, σε μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βαφής (< βάπτω), πρβλ. χρυσο βαφής] … Dictionary of Greek
στεγνωτικός — ή, ό / στεγνωτικός, ή, όν, ΝΑ [στεγνῶ / ώνω] νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στο στέγνωμα 2. το ουδ. ως ουσ. το στεγνωτικό τεχνολ. ακόρεστο λιπαρό έλαιο ή φυσική ρητίνη, ένα στρώμα τών οποίων, όταν εκτεθεί στον αέρα, μετατρέπεται τελικά σε ένα… … Dictionary of Greek