ἐλαιο-κάπηλος

ἐλαιο-κάπηλος

ἐλαιο-κάπηλος, Oelhändler, Liban.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυρτοκάπηλος — κυρτοκάπηλος, ὁ (Α) ο πωλητής κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής» (πρβλ. ελαιο κάπηλος, οινο κάπηλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”