ἐλαιό-φυλλον

ἐλαιό-φυλλον

ἐλαιό-φυλλον, τό, eine Art Weinstock, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυλλορόος — ον, Α (για το φθινόπωρο) αυτός που κάνει να πέσουν τα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + ροος (< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. αἱμό ροος, ἐλαιό ροος] …   Dictionary of Greek

  • φυλλοτόκος — ον, Α αυτός που βγάζει, που εκφύει φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἐλαιο τόκος, καρπο τόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”