ἐλαιό-φυτος

ἐλαιό-φυτος

ἐλαιό-φυτος, mit Oelbäumen bepflanzt; Σάμος Aesch. Pers. 858; Sp.; τὸ ἐλ., ein Oelgarten, Plut. cup. div. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυτός — ή, όν, Α 1. αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει 2. (ιδίως για ξόανο) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη φύση, χωρίς την ανθρώπινη επενέργεια 3. (με ενεργ. σημ.) καρποφόρος, γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φυτός έχει σχηματιστεί από θ. φῠ τού ρ …   Dictionary of Greek

  • ριζόφυτος — ον, Α αυτός που φυτρώνει από τη ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + φυτος (< φυτός < φύομαι), πρβλ.ελαιό φυτος] …   Dictionary of Greek

  • φοινικόφυτος — ον, Α (για τόπο) κατάφυτος με φοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + φυτος (< φυτός < φύω, φύομαι), πρβλ. ἐλαιό φυτος] …   Dictionary of Greek

  • οινόφυτος — οἰνόφυτος, ον (Α) 1. κατάφυτος από αμπέλια, αμπελόφυτος 2. αυτός που φυτεύει που καλλιεργεί αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φυτος (< φύομαι), πρβλ. ελαιό φυτος] …   Dictionary of Greek

  • πορφυρόφυτος — ον, Μ ο πορφυρογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + φυτός (< φύω / φύομαι), πρβλ. ελαιό φυτος] …   Dictionary of Greek

  • πτερόφυτος — ον, Α πτεροφυής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φυτός (< φύομαι), πρβλ ελαιό φυτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”