ἐοικότως

ἐοικότως

ἐοικότως, s. εἰκότως.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐοικότως — similarly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκότως — ἐοικότως similarly attic (indeclform adverb) εἰκότως suitably indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκότως — ἐοικότως similarly ionic (indeclform adverb) οἰκότως similarly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικότως — οἰκότως (Α) (επίρρ. ιων. τ. αντί ἐοικότως) πιθανώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐοικότως (βλ. λ. έοικα)] …   Dictionary of Greek

  • έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”