- ἐθικός
ἐθικός, gewöhnlich, Plut. educ. lib. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐθικός, gewöhnlich, Plut. educ. lib. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εθικός — ἐθικός, ή, όν (Α) [έθος] αυτός που αποκτάται από συνήθεια … Dictionary of Greek
ἐθικαί — ἐθικός arising from habit fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθικῆς — ἐθικός arising from habit fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθική — ἐθικός arising from habit fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθικήν — ἐθικός arising from habit fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθικῶς — ἐθικός arising from habit adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έθος — το (AM ἔθος) συνήθεια, έξη, έθιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έθος < Fέθος < IE*swedhos < ΙΕ ρ. *swedh , τής οποίας η εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα απαντά στον τ. είωθα*, ενώ η ετεροιωμένη στο λατ. sod ālis «σύντροφος, συνάδελφος». Η λ. έθος εξάλλου … Dictionary of Greek
ἐθικάς — ἐθικά̱ς , ἐθικός arising from habit fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)