- ἐλεφάντειος
ἐλεφάντειος, vom Elephanten; Opp. C. 2, 500; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλεφάντειος, vom Elephanten; Opp. C. 2, 500; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελεφάντειος — ο (ΑΜ ἐλεφάντειος, ον) 1. ο κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ελέφαντα μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλεφάντειον ελεφαντόδοντο, φίλντισι … Dictionary of Greek
ἐλεφάντειον — ἐλεφάντειος of an elephant masc/fem acc sg ἐλεφάντειος of an elephant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντείοις — ἐλεφάντειος of an elephant masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)