- ἐλεφαντό-δετος
ἐλεφαντό-δετος, mit Elfenbein verbunden; φόρμιγξ Ar. Av. 218; damit verziert, δόμοι Eur. I. A. 582.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλεφαντό-δετος, mit Elfenbein verbunden; φόρμιγξ Ar. Av. 218; damit verziert, δόμοι Eur. I. A. 582.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυρόδετος — ον, Α παρασκευασμένος από δέρμα ταύρου («ταυρόδετος κόλλα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + δετός (< δέω «δένω»), πρβλ. ἐλεφαντό δετος] … Dictionary of Greek