ἐλεφαντό-κωπος

ἐλεφαντό-κωπος

ἐλεφαντό-κωπος, mit elfenbeinernem Griff; Theop. com. Poll. 7, 158; ξίφη Luc. Somn. 26; vgl. Long. 1, 2; Poll. 7, 158.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κερόκωπος — κερόκωπος, ον (Μ) αυτός που έχει κώπη, δηλ. λαβή, από κέρατο («ξίφος κερόκωπον», Μοσχόπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + κωπος (< κώπη), πρβλ. ελεφαντό κωπος, σιδηρό κωπος] …   Dictionary of Greek

  • μακρόκωπος — μακρόκωπος, ον (Α) αυτός που έχει μακριά κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. ελεφαντό κωπος, σιδηρό κωπος] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόκωπος — ον, Α οπλισμένος με σίδηρο, με σιδερένια όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κωπος (< κώπη «κουπί, σπαθί»), πρβλ. ἐλεφαντό κωπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”