- ἐλευθερό-στομος
ἐλευθερό-στομος, freies Mundes, freimüthig; γλῶσσα Aesch. Suppl. 926.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλευθερό-στομος, freies Mundes, freimüthig; γλῶσσα Aesch. Suppl. 926.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόστομος — η, ο (Α ἑτερόστομος, ον) (για κοφτερά όργανα) αυτός που έχει ένα μόνο στόμα (δηλ. κόψη), αυτός που είναι κοφτερός από τη μία μόνο πλευρά, ο μονόκοπος αρχ. 1. (για άγκυρα) αυτός που έχει έναν μόνο όνυχα, δηλ. άγκιστρο, που χώνεται στον θαλάσσιο… … Dictionary of Greek
ευρύστομος — η, ο (ΑΜ εὐρύστομος, ον) αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο νεοελλ. 1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο 2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος γένος κορακιόμορφων πτηνών τής οικογένειας coraciidae μσν. αρχ. αυτός που μιλάει… … Dictionary of Greek
εύστομος — η, ο (ΑΜ εὔστομος, ον) ευφραδής, εύγλωττος αρχ. 1. (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό στόμα («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», Ξεν.) 2. (για ποτήρια) με μεγάλο στόμιο 3. (για λιμάνι) αυτός που έχει μεγάλη… … Dictionary of Greek
κακόστομος — η, ο (AM κακόστομος, ον) κακολόγος, αισχρολόγος, κακόγλωσσος, υβριστής («κακόστομοι λέσχαι», Ευρ.) νεοελλ. αυτός που πάσχει από κακοσμία τού στόματος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ευγλωττία 2. αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος, κακόηχος … Dictionary of Greek
λαβροστομώ — λαβροστομῶ, έω (Α) μιλώ με θρασύτητα («σὺ δ ἡσύχαζε μηδ ἄγαν λαβροστόμει», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + στομῶ (< στόμος < στόμα), πρβλ. ελευθερο στομώ, ψευδο στομώ] … Dictionary of Greek
πανσεμνοστομώ — έω Μ μιλώ με μεγάλη σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάνσεμνος + στομῶ (< στομος < στόμα), πρβλ. ελευθερο στομώ] … Dictionary of Greek