- ἐλευθερό-παις
ἐλευθερό-παις, αιδος, freier Eltern Kind, Ep. athl. stat. 30 (Plan. 359).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλευθερό-παις, αιδος, freier Eltern Kind, Ep. athl. stat. 30 (Plan. 359).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίπαις — καλλίπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραία παιδιά («καλλίπαις Λητώ») 2. ωραίο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + παις (< παῖς), πρβλ. αρρενό παις, ελευθερό παις] … Dictionary of Greek
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek