- ἐλαφίνης
ἐλαφίνης, ὁ, Hirschkalb, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαφίνης, ὁ, Hirschkalb, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελαφίνης — ἐλαφίνης, ο (Α) ελαφάκι, νεβρός … Dictionary of Greek
ἐλαφίνης — young deer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek