ἐλαφίς, ίδος, ἡ, ein Vogel, Eutecn. par. Opp. Ix. 2, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαφίς — bird fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαφίς — η γένος φιδιών τής οικογένειας τών κολουβριδών … Dictionary of Greek