- ἐλαφό-κρᾱνος
ἐλαφό-κρᾱνος, hirschköpfig, Strab. XV p. 710.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαφό-κρᾱνος, hirschköpfig, Strab. XV p. 710.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρόκρανοι — μακρόκρανοι, οἱ (Α) οι μακροκέφαλοι, αυτοί που έχουν μακρύ κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + *κρᾶνον (πρβλ. δορύ κρανος, ελαφό κρανος)] … Dictionary of Greek
ταυρόκρανος — ον, ΜΑ αυτός που έχει κεφάλι ταύρου, ταυροκέφαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κρανος (< *κρᾶνον βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ἐλαφό κρανος] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… … Dictionary of Greek