- ἐλαφό-πους
ἐλαφό-πους, ποδος, hirschfüßig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαφό-πους, ποδος, hirschfüßig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρταίπους — καρταίπους, ουν (Α) κραταίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρταί + πους (< ποῦς), πρβλ. γωνιό πους, ελαφό πους το α συνθετικό καρταί είναι μορφή με την οποία απαντά η λ. κάρτος (κράτος) ως α συνθετικό, κατά τα παλαί , χαμαί (πρβλ. παλαίμαχος, χαμαι… … Dictionary of Greek
λαγόπους — ουν και λαγώπους, ουν (Α λαγώπους, ουν) 1. λαγοπόδαρος, αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με τού λαγού 2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λαγόπους ή λαγώπους γένος ορνιθόμορφων πτηνών τής οικογένειας φασιανίδες, τού οποίου στην Ελλάδα ζουν δύο είδη κοινώς… … Dictionary of Greek
χιρόπους — και χειρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, Α χειροπόδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς / χειράς + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἐλαφό πους] … Dictionary of Greek
ταυρόπους — ουν, Α (για ποτάμιο θεό) αυτός που έχει πόδια ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + πούς, ποδός (πρβλ. ἐλαφό πους)] … Dictionary of Greek