- πεντά-κωπος
πεντά-κωπος, fünfruderig, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-κωπος, fünfruderig, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάκωπος — ον, Α (για σκάφος) αυτός που έχει πέντε κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κωπος (< κώπη), πρβλ. δί κωπος] … Dictionary of Greek
τρίκωπος — ον, Α αυτός που έχει τρία ζεύγη κουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. πεντά κωπος] … Dictionary of Greek