- ἐλαφρό-πους
ἐλαφρό-πους, οδος, leichtfüßig, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλαφρό-πους, οδος, leichtfüßig, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek